καθέν

καθέν
καθέν
indeclform (adverb)
καθίημι
let fall
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κάθε — (Μ κάθε και ιδιωμ. κάθα) (άκλιτη αόριστη αντων.) 1. (με ουσ., με άρθρο ή χωρίς άρθρο) καθένας, έκαστος (α. «κάθε άνθρωπος έχει τα βάσανά του» β. «ο κάθε μαθητής θα γράψει τρεις σελίδες») 2. (με αιτ.) αντί τής προθέσεως ανά («κάθε δύο ώρες» ανά… …   Dictionary of Greek

  • καθένας — και καθείς, καθεμιά, καθένα (AM καθεῑς και καθείς, καθεμία, καθέν) (αόρ. αντων.) ένας ένας χωριστά ή ο ένας μετά τον άλλο (α. «καθένας με τον πόνο του» β. «ὁ καθεὶς δὲ τῶν φίλων σκυθρωπῶς ὑπεκρέων», ΠΔ) νεοελλ. 1. ο πρώτος τυχών, οποιοσδήποτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”